- στείβω
- ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν(γενικά) πιέζω κάτινεοελλ.1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια»)2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου»μτφ. κουράζω τη σκέψη μου, καταπονώ τον νου μου ή τη μνήμη μου για να συλλάβω, να επινοήσω ή να θυμηθώ κάτιβ) «στείβω την πέτρα»μτφ. είμαι πολύ δυνατόςμσν.-αρχ.πιέζω κάτι με τα πέλματά μου, πατώ με τα πόδια μου, ποδοπατώ («ποσιν στείβειν δόμον», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. (με σύστοιχη αιτ.) πατώ σε οδό, βαδίζω2. (απλώς) περπατώ3. φρ. α) «στειβόμενοι οδοί» — τα μονοπάτιαβ) «χοροὺς στείβουσι ποδοῑν» — κινούν ρυθμικά τα πόδια τους (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στείβω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *steib(h)- «σωρεύω, στοιβάζω, γεμίζω, συμπιέζω» και συνδέεται πιθ. με τα αρμεν. stēp «συχνός, συνεχής» και stipem «πιέζω» και τα λατ. stipo «στοιβάζω, σωρεύω, πιέζω», stipes «πάσσαλος, παλούκι», stipula «καρφί, καλάμι» (που εμφανίζουν άηχο χειλικό σύμφωνο -r-). Με το ίδιο άηχο χειλικό -r- μαρτυρείται μια σειρά επιθ. που εκφράζουν τη σημ. τού άκαμπτου, τού σκληρού, τού συμπαγούς (πρβλ. στιβ-αρός): λιθουαν. stiprus «σκληρός, συμπαγής», λεττον. stipt, γερμ. steif. Στην Αρχαία Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιήθηκε με σημ. «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω» (από όπου η νεοελλ. σημ. τού ρ. «πιέζω, συνθλίβω κάτι για να βγει ο χυμός του») και, κατ' επέκταση, «βαδίζω». Από τα παράγωγα τού ρ. μόνο η λ. στίβος ανταποκρίνεται στη σημ. τού ρ. «πατώ με τα πόδια, βαδίζω» (βλ. λ. στίβος). Τα υπόλοιπα παράγωγα στιβάς, στιβαρός, στίβη και στοιβή (από όπου το ρ. στοιβάζω) ανταποκρίνονται στην αρχική σημ. τής ΙΕ ρίζας «συσσωρεύω, γεμίζω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στιβάδα, στιβαρός, στίβη και στοιβή, στῖφος). Στη Νέα Ελληνική το ρ. στείβω χρησιμοποιείται και με τις γρφ. στίβω (από τη μηδενισμένη βαθμίδα τού θέματος) και στύβω (πιθ. κατ' επίδραση τού ρ. στύφω)].
Dictionary of Greek. 2013.